Όλα τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά πρέπει να υποβάλλονται σε αιματολογικές εξετάσεις για τον έλεγχο των επιπέδων στο αίμα, της Βιταμίνης D, η οποία μας προστατεύει όταν ενηλικιωθούμε από την οστεοπενία, την οστεοπόρωση και από καρδιαγγειακούς κίνδυνους. Η βιταμίνη D παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση του ασβεστίου από τον οργανισμό και κατά συνέπεια στην υγεία των οστών και στην πρόληψη εμφάνισης οστεοπενίας και οστεοπόρωσης. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, βρέθηκε ότι το 65% των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και εφήβων έχουν μικρή ή μεγάλη ανεπάρκεια ή μεγάλη έλλειψη της βιταμίνης D. Τα παιδιά που έχουν έλλειψη βιταμίνης D συνήθως δεν παρουσιάζουν κάποιο σύμπτωμα. Η διάγνωση της ανεπάρκειας ή έλλειψης της βιταμίνης D γίνεται με την μέτρηση του επιπέδου της 25-υδροξυβιταμίνης D στο αίμα. Επίσης, πρόσφατες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ενήλικες με παχυσαρκία, έδειξαν ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D συσχετίζονται με αυξημένες επίπεδα της ολικής χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων καθώς επίσης της γλυκόζης αίματος και της ινσουλίνης. Επίσης παρατηρήθηκαν αυξημένη συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση.
Τα τελευταία 30 χρόνια, η παχυσαρκία έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις τόσο στη χώρα μας όσο και στον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο. Στην Ελλάδα, το ποσοστό της υπερβαρότητας και της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους υπερβαίνει το 35 με 40%. Στην παραπάνω μελέτη, αξιολογήθηκε μεγάλος αριθμός παιδιών και εφήβων με αυξημένο σωματικό βάρος και βρέθηκε ότι το 65% είχαν μερική ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης D. Από αυτά το 53% ήταν αγόρια και το 47% κορίτσια.
Η παχυσαρκία συνοδεύεται με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, τα οποία μπορεί να προδιαθέσουν στην ανάπτυξη του μεταβολικού συνδρόμου και σε καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα κατά την ενήλικη ζωή. Η αυξημένη συχνότητα χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D, σε υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην μειωμένη σωματική δραστηριότητα και επομένως στη μειωμένη έκθεση στον ήλιο. Επίσης και στο γεγονός ότι η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που παγιδεύεται στον υπερβάλλον λιπώδη ιστό του παιδιού και του εφήβου. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η υποβιταμίνωση D είναι πολύ συχνή ακόμη και σε χώρες με ηλιοφάνεια, όπως η Ελλάδα, επειδή με την αλλαγή του τρόπου ζωής μας παραμένουμε σε κλειστούς χώρους ένα μεγάλο μέρος του χρόνου μας, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούμε αντηλιακά όταν είμαστε εκτεθειμένοι στον ήλιο.
Επομένως είναι πολύ σημαντικό να ελέγχονται οι συγκεντρώσεις βιταμίνης D σε άτομα με αυξημένο σωματικό βάρος και να διορθώνεται με συμπληρώματα διατροφής και φυσικά με την διατροφή, η έλλειψη και η ανεπάρκεια της. Αυτό όμως που είναι πιο σημαντικό, είναι στο να υπάρξει επιτέλους πρόληψη, αλλά και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, ούτως ώστε να περιοριστούν οι συνέπειες της. Γονείς οι οποίοι έχουν υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά θα πρέπει να συμβουλεύονται άμεσα τον γιατρό τους, καθώς η υποβιταμίνωση D μπορεί να αντιμετωπιστεί με την χορήγηση βιταμίνης D από το στόμα. Η αποκατάσταση της βιταμίνη D σε φυσιολογικά επίπεδα, οδηγεί σε αποκατάσταση των μεταβολικών διαταραχών και στον περιορισμό καρδιαγγειακού κινδύνου στην μετέπειτα ενήλικο ζωή.
Υπάρχουν δυστυχώς πολύ λίγες τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη D.
Τροφές με την υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη D είναι:
- το αυγό
- τα λιπαρά ψάρια (σολομός, σαρδέλες, τόνος, ξιφίας, πέστροφα)
- τα ιχθυέλαια
- τα τυριά
- το συκώτι
- τα μανιτάρια
Η πρόσληψη της βιταμίνης D όμως μέσω της τροφής είναι περιορισμένη και επομένως η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία είναι λίαν απαραίτητη για να διασφαλισθεί η επάρκειά της. Η επαρκής έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία παρεμποδίζεται από τα ρούχα καθώς και από τη χρήση αντηλιακών. Για το λόγο αυτό οι εταιρείες τροφίμων έχουν αρχίσει τον εμπλουτισμό σε βιταμίνη D, ειδών διατροφής καθημερινής κατανάλωσης, όπως είναι το γάλα και τα δημητριακά. Ταυτόχρονα πρέπει να ενθαρρύνεται η χορήγηση της βιταμίνης D ως συμπλήρωμα διατροφής όταν είναι απαραίτητο.